-
1 ἡσυχάζω
A- άσω Th.2.84
, AP5.132 (Maec.),- άσομαι Luc. Gall.1
: [tense] aor.ἡσύχᾰσα Th.1.12
: ([etym.] ἥσυχος):—keep quiet, be at rest, σὺ δ' , cf. 346; ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν the difficulty of finding rest, Th.2.49;οἱ πολέμιοι ἡσύχαζον X.An.5.4.16
;ἀνάγκη τὸ ἡσυχάζον ἑστάναι Pl.Prm. 162e
;τοὺς [νόμους] οὐκ ἐῶν ἡσυχάζειν ἐν τιμωρίαις Luc.Abd.19
; ἡ. πρὸς μίαν θύρην, of a lover, AP5.166 (Asclep.);ὁ διαλεκτικὸς ἡσυχάσει S.E.P.2.239
: freq. in part.,ἡσυχάζων προσμενῶ S.OT 620
, cf. E.Or. 134; ὥστε μὴ ἡσυχάσασα αὐξηθῆναι by resting from war, Th.1.12; ἡσυχαζουσῶν τῶν νεῶν ib.49;μόλις ἡσυχάσαντες Id.8.86
;ἡσυχάζουσαν ἔχων τὴν διάνοιαν Isoc.5.24
; τὸ ἡσυχάζον τῆς νυκτός the dead of night, Th.7.83; ἡ. ἀπό τινος keep away from.., AP5.132 (Maec.): c. dat., suspend work on, PFay.117.23 (ii A.D.); ἀλλ' ἡσύχαζε only be tranquil, calm thyself, E.HF98, IA 973.II trans., bring to rest,ἡσυχάσας τὼ δύο εἴδη, τὸ τρίτον δὲ κινήσας Pl.R. 572a
.b abs., impose silence, D.C.69.6.III [voice] Pass. in impers. sense, ἡσυχάζεται ἐπὶ τῆς γῆς there is quiet, LXXJb.37.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡσυχάζω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский